- βενέτων
- βένετοςbluemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Γαβαλάς — I Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, άρχοντες της Κρήτης και της Ρόδου. Επιφανέστερα μέλη της είναι: 1. Γεώργιος (15ος αι.). Αναφέρεται ως καταδότης των Βενετών στην επανάσταση του Σήφη Βλαστού. 2. Ιωάννης (13ος αι.). Ένας… … Dictionary of Greek
Γερακάρης, Λιβέριος ή Λιμπεράκης — (1645; – 1697). Μπέης της Μάνης. Νεαρός ακόμα, ύστερα από αιματηρές οικογενειακές έριδες, στράφηκε προς την πειρατεία και έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, έως ότου πιάστηκε από τους Τούρκους και… … Dictionary of Greek
Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… … Dictionary of Greek
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Αγιοστεφανίτες — Αριστοκρατική βυζαντινή οικογένεια της Κρήτης. Προέρχονταν από τη συνοικία του Αγίου Στέφανου στην Κωνσταντινούπολη και αναφέρονται, επίσης, ως Αργυρόπουλοι. Το 1212 η οικογένεια αυτή ηγήθηκε στην εξέγερση των γαιοκτημόνων κατά των πρώτων Βενετών … Dictionary of Greek